- εφηλώνω
- και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) [έφηλος]καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλοαρχ.παθ. ἐφηλοῡμαι, -όομαια) καρφώνομαι στερεάβ) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.